Μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης
Traducción: Stavros Guirguenis
(Publicados originalmente en Erato Ars Poética / Revista Internacional de Poesía)
El Bosco – «El jardín de las delicias» (Detalle)
OCTAEDRO
I
Quisiera hallarle utilidad,
un destino, a mi mano sin ti.
II
Y el amor que se hunde, se asfixia, se muere
en el gélido mar de la ausencia,
su cadáver
¿Sirve para alimentar a los peces?
III
La música va por la habitación, se desliza,
a palos de ciego te busca y regresa,
triste, sola,
la música…
IV
Voluptuosa, abierta a la piel que acecha,
ebria, con una luna nueva en el pecho,
bella e inútil
esta noche en la que no estás.
V
¿Qué caminos has ido a recorrer
de los trazados en las líneas de tu mano?
VI
Quizá otro deambule por el macramé pétreo de la casa,
y tropiece, sin hilo, sin brújula,
sin atreverse a consultar el mapa del cielo.
Quizá también huya del espejo y se crea,
como yo,
único dueño de tu laberinto.
VII
Y si una tarde en un cruce de caminos,
en una calle alguien te roza.
Y si ese roce casual te detiene,
si te miran y miras,
si naufragas en esa mirada…
¿A dónde mi ruta?
VIII
No interesa ya, la extensión del paraíso.
ΟΚΤΑΕΔΡΟ
Ι
Θα ήθελα να το βρω χρήσιμο,
ένα πεπρωμένο, στο χέρι μου χωρίς εσένα.
ΙΙ
Και η αγάπη που βυθίζεται, ασφυκτιά, πεθαίνει
στην παγωμένη θάλασσα της απουσίας-
το πτώμα της
χρησιμεύει για να θρέψει τα ψάρια;
III
Η μουσική περνά μέσα από το δωμάτιο, γλιστρά,
στα τυφλά σε ζητά κι επιστρέφει,
λυπημένη, μόνη
η μουσική…
IV
Ηδονική, ανοιχτή στο δέρμα που προσδοκά,
μεθυσμένη, με ένα νέο φεγγάρι στο στήθος,
όμορφο και άχρηστο,
αυτή η νύχτα στην οποία δεν είσαι.
V
Τι μονοπάτια πήγες να ταξιδέψεις
απ’ τις διαδρομές στις γραμμές του χεριού σου;
VI
Ίσως κάποιος άλλος περιπλανιέται στο πέτρινο μακραμέ του σπιτιού,
και σκοντάφτει, χωρίς νήμα, χωρίς πυξίδα,
χωρίς να τολμά να συμβουλευτεί τον χάρτη του ουρανού.
Ίσως συνάμα να αποφεύγει τον καθρέφτη και να θεωρεί τον εαυτό του,
όπως εγώ,
μόνο ιδιοκτήτη του λαβυρίνθου σου.
VII
Κι αν ένα απόγευμα σ’ ένα σταυροδρόμι,
σ’ έναν δρόμο κάποιος σ’ αγγίξει.
Κι αν αυτή η τυχαία επαφή σε σταματήσει,
αν σε κοιτάξουν και κοιτάξεις,
αν βυθιστείς σε αυτό το βλέμμα …
Για πού είναι η διαδρομή μου;
VIII
Δεν ελκύει πια, η επέκταση του παραδείσου.
El Bosco – «El jardín de las delicias» (Detalle)
PESADILLA
Quizá antes del alba
tropieces con tu límite
y tus ojos,
náufragos de luz,
abandonen al medroso
animal nocturno
mientras inocente de ti
al otro extremo de la sombra
el mar se rompe.
Quizá
antes que tu cabellera
se precipite
te hagas inalcanzable
para la noche,
y mi mano abierta
se resigne
a la bruma salada
que no sabe de tu nombre.
ΕΦΙΑΛΤΗΣ
Ίσως πριν την αυγή
να σκοντάψεις στο όριό σου
και τα μάτια σου
ναυάγια φωτός,
εγκαταλείψουν το δειλό
νυχτερινό ζώο
ενώ αγνοώντας εσένα
στο άλλο άκρο της σκιάς
σκάει η θάλασσα.
Ίσως
προτού τα μαλλιά σου
ξεχυθούν
να γίνεις απρόσιτη
για τη νύχτα
και το ανοικτό χέρι μου
να παραιτηθεί
στην αλμυρή αχλύ
που δεν ξέρει το όνομά σου.
El Bosco – «El jardín de las delicias» (Detalle)
UNA PROMESA
Y si por un río secreto
navegan desnudos los muertos
y un barquero ciego los guía
y, como corresponde,
se queda con el cobre prensado
que los deudos ponen en los ojos
de aquellos navegantes. A ese río,
y a ese barquero
habré de enviar
el agua taciturna que amanece
en mi rostro ―la carroña―
el canto maldito que insiste
y, si es necesario,
me abriré una ventana en el pecho
para que salga
lo que de sombra quede
lo que te dañe
lo que no te guste
la piel usada, el corazón
y la palabra herida
habré de condenar al fúnebre destierro
con una bolsa de monedas
de oro puro que gratifique
el triste adiós que desteje ese río
y la incesante noche del ciego.
ΜΙΑ ΥΠΟΣΧΕΣΗ
Κι αν από μυστικό ποτάμι
πλέουν γυμνοί οι νεκροί
κι ένας τυφλός τους οδηγεί βαρκάρης
κι όπως ταιριάζει
κρατά εμπίεστο χαλκό
που βάλανε οι συγγενείς στα μάτια
αυτών που πλέουν. Σε τούτο το ποτάμι,
και σε τούτο τον βαρκάρη
Θα πρέπει να στείλω
το σιωπηλό νερό που ανατέλλει
στο πρόσωπό μου -το πτώμα-
το καταραμένο τραγούδι που επιμένει
και, εάν είναι απαραίτητο,
θα ανοίξω ένα παράθυρο στο στήθος μου
για να φύγει
ό,τι απομένει από σκιά
ό,τι σε πληγώνει
ό,τι δεν σου αρέσει
το χρησιμοποιημένο δέρμα, η καρδιά
και η τραυματισμένη λέξη
Θα πρέπει να καταδικάσω σε ταφική εξορία
μ’ ένα πουγκί νομίσματα
από καθαρό χρυσό που ευαρεστεί
το θλιβερό αντίο που ξηλώνει ετούτο το ποτάμι
και η αδιάκοπη νύχτα των τυφλών.
El Bosco – «El jardín de las delicias» (Detalle)
REGRESO A CASA
Camino.
Pronuncio tu nombre y mi boca es vacío,
un abismo que no es tu nombre.
Y sin embargo la noche te reconoce,
te llama.
La noche tiene memoria de ti.
La noche sabe que tu cuerpo es mi casa.
Que lo fue en ese único instante de felicidad.
Camino.
Pero no hay camino para regresar a ti.
Sé que el tiempo no existe,
lo sé porque ahora mismo estás aquí, conmigo,
y no lo estás,
y está la primavera.
Tu amor fue perfecto,
como el Titanic.
Amor al que ya no le quedan botes salvavidas,
ni caballitos de mar.
Camino.
Busco una casa que ya no existe.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
Βαδίζω.
Προφέρω το όνομά σου και το στόμα μου είναι άδειο,
μια άβυσσος που δεν είναι το όνομά σου.
Κι ωστόσο η νύχτα σε αναγνωρίζει,
σε καλεί.
Η νύχτα κρατάει τη μνήμη σου.
Η νύχτα ξέρει ότι το σώμα σου είναι το σπίτι μου.
Ότι αυτό έγινε σ’ εκείνη τη στιγμή ευτυχίας.
Βαδίζω.
Αλλά δεν υπάρχει δρόμος για να επιστρέψω σ’ εσένα.
Ξέρω ότι ο χρόνος δεν υπάρχει,
το ξέρω γιατί τώρα δα είσαι εδώ, μαζί μου,
και δεν είσαι
και είναι η άνοιξη.
Η αγάπη σου ήταν τέλεια
όπως ο Τιτανικός.
Αγάπη που δεν της απέμειναν πια σωσίβιες λέμβοι,
ούτε ιππόκαμποι.
Βαδίζω.
Ψάχνω ένα σπίτι που δεν υπάρχει πια.
El Bosco – «El jardín de las delicias» (Detalle)
RÉQUIEM
Para mi madre In my begining is my end. T.S. Eliot
I
Ella nació en diciembre, como tú.
Tenía los labios finos,
el cabello arisco
irisadas las uñas, tristes,
y unos ojos que se atrevían
a contender con la noche.
No conoció el mar, pero soñó con arrecifes
con una ciudad submarina
de donde le llegaban cartas
y fuegos artificiales.
No supo de ti, pero te hubiera amado.
Yo nací de su ombligo sin usura,
como los geranios
o las begonias de sus manos
o la tormenta de su cabellera
o su anticipado cansancio.
II
Quizá tuvo miedo (se lo diría
a su almohada) de sí misma, y de los otros
y de un aséptico juego de cubiertos
que desde un armario la recrimina, todavía.
Quizá en alguna tarde de calor
intentó el ocio (que el mundo
caminara solo) mientras atendía
al pícaro dragón
que bajo la piel le molestaba.
Quizá se procuró salidas
y puestas de sol (tenía algo de bestial
y de miel en sus pezones)
porque como tú,
estaba hecha de fuego.
III
Ella murió en junio.
Sus pasos se repiten, huecos,
en el patio de una casa
que no fue suya (no fue nuestra)
y donde mi corazón la espera.
De la ceniza de sus manos
renacen las flores que amó
(como a su hombre)
con un amor insensato.
En la plaza, un ocobo
recuerda su sombra
y la confunde
con la de una mulata
que, como ella,
fue princesa y
fue olvido, y viceversa.
ΡΕΚΒΙΕΜ
Για τη μητέρα μου Στην αρχή μου είναι το τέλος μου Τ. Σ. Έλλιοτ
Ι
Εκείνη γεννήθηκε τον Δεκέμβριο, όπως κι εσύ.
Είχε τα χείλη λεπτά,
ατίθασα τα μαλλιά
τα νύχια ιριδίζοντα, θλιμμένα,
και κάτι μάτια που τόλμησαν
να αναμετρηθούν με τη νύχτα.
Δεν γνώρισε τη θάλασσα, μα ονειρεύτηκε υφάλους
μια υποβρύχια πόλη
από όπου της έρχονταν επιστολές
και πυροτεχνήματα.
Δεν ήξερε για σένα, αλλά θα σε είχε αγαπήσει.
Εγώ γεννήθηκα από τον ομφαλό της άδολα,
όπως τα γεράνια
ή οι βιγόνιες απ’ τα χέρια της
ή η καταιγίδα απ’ τα μαλλιά της
ή η αναμενόμενη κούρασή της.
ΙΙ
Ίσως φοβήθηκε (θα το ’πε
στο μαξιλάρι της) τον εαυτό της και τους άλλους
και ένα ασηπτικό σετ μαχαιροπίρουνα
που από ένα ερμάριο την μέμφεται, ακόμη.
Ίσως κάποιο ζεστό απόγευμα
δοκίμασε τη σχόλη (που ο κόσμος
βάδιζε μόνος) ενώ φρόντιζε
τον πονηρό δράκο
που κάτω από το δέρμα την παρενοχλούσε.
Ίσως προσπάθησε εξόδους
και ηλιοβασιλέματα (είχε κάτι από θηρίο
και μέλι στις θηλές της)
γιατί όπως κι εσύ,
ήταν φτιαγμένη από φωτιά.
ΙΙΙ
Εκείνη πέθανε τον Ιούνιο.
Τα βήματα της επαναλαμβάνονται, κούφια,
στην αυλή ενός σπιτιού
που δεν ήταν δικό της (δεν ήταν δικό μας)
κι όπου η καρδιά μου την περιμένει.
Από την στάχτη των χεριών της
αναγεννιούνται τα λουλούδια που αγάπησε
(όπως τον άντρα της)
με μια παράλογη αγάπη.
Στην πλατεία, ένα oκόμπο
ανακαλεί τη σκιά της
και τη συγχέει
μ’ εκείνη μιας μιγάδας
που, όπως εκείνη,
ήταν πριγκίπισσα και
λησμονήθηκε, και αντιστρόφως.
El Bosco – «El jardín de las delicias» (Detalle)
ELEGÍA
De pronto todo el árbol está temblando
y no hay señales del viento.
Charles Simic
Esa muchacha que desde el comienzo del día ha repetido tu nombre.
La que hoy deslizó bajo tu puerta un papelito que dice:
«Haré lo que sea para que esto funcione».
La del fuego pintado en los ojos, la de senos afilados y blancos,
la triste.
Esa que nadó contigo allá en el lejano mar de la infancia
cuando todavía ignorabas que no había nada para ti.
Anda, ve con ella y no temas.
Busca la taberna más próxima y emborráchate hasta caer.
Pero antes invítala a bailar, tómala de la cintura,
ignora su temible cabellera olorosa a crisantemos
y entrégate,
cuéntale tu dolor.
Vencido,
reclina tu frente sobre sus hombros de marfil
y cuando ya no te habite el nombre ni el rostro de nadie
y el rencor haya cesado,
canta con ella una tonada llena de melancolía
una que te recuerde que este será tu último crepúsculo
y estas las últimas botellas que dejarás vacías en una mesa.
Mira una vez más la ventana
a donde seguirá llegando el jilguero del alba,
y después entrégale tus ojos para siempre.
Reconoce la fortuna de tenerla entre tus brazos,
acerca tus labios a su oído y dile con voz dulce:
«Haré lo que sea para que esto funcione».
Y no olvides ni por un momento que esa flaca,
desde temprano,
ha estado reuniendo las letras de tu nombre, que te llama.
Responde ya a su llamado, porque no está bien
que le hagas esperar.
Recuerda que no eres el único, ni el más bello, ni el más deseable.
¡Contéstale!, porque es posible que ella se canse
y la veas partir para siempre,
alta,
diáfana,
distante ya de tu corazón.
Y que nunca más pregunte por ti.
Si esa muchacha pronuncia tu nombre otra vez,
si su voz acalla los ruidos que trajinan la noche,
apresúrate,
y ve con ella antes de que sea tarde.
ΕΛΕΓΕΙΑ
Αίφνης όλο το δέντρο σείεται
και δεν υπάρχουν σημάδια ανέμου.
Τσαρλς Σίμιτς
Αυτή η κοπέλα που απ’ την αρχή της μέρας έχει επαναλάβει το όνομά σου.
Αυτή που πέρασε κάτω από την πόρτα σου ένα χαρτάκι που λέει:
«Θα κάνω οτιδήποτε για να λειτουργήσει αυτή η σχέση».
Εκείνη της φωτιάς της ζωγραφισμένης στα μάτια, εκείνη με τα αιχμηρά και λευκά στήθη, η θλιμμένη.
Αυτή που κολύμπησε μαζί σου εκεί στη μακρινή θάλασσα της παιδικής ηλικίας
όταν ακόμη αγνοούσες πως δεν υπήρχε τίποτα για σένα.
Προχώρα, πήγαινε μαζί της και μην φοβάσαι.
Αναζήτα την κοντινότερη ταβέρνα και μέθα μέχρι να πέσεις.
Αλλά πρώτα κάλεσέ την για χορό, πιάσε την από τη μέση,
Αγνόησε τα φοβερά μαλλιά της τα αρωματισμένα με χρυσάνθεμα
και παραδώσου,
πες της τον πόνο σου.
Νικημένος,
πλάγιασε το μέτωπό σου στους ώμους της από φίλντισι
και όταν πια δεν σε κατοικεί κανενός το όνομα ή το πρόσωπο
και η πικρία έχει παύσει,
τραγουδά μαζί της μια μελωδία γεμάτη από μελαγχολία
μια που να σου θυμίζει ότι αυτό θα είναι το τελευταίο σου λυκόφως
κι αυτά είναι τα τελευταία μπουκάλια που θ ’αφήσεις άδεια σ’ ένα τραπέζι.
Κοίτα ακόμη μια φορά το παράθυρο
απ’ όπου θα συνεχίσει να φτάνει το χρυσόψαρο της αυγής,
και στη συνέχεια δώσε της τα μάτια σου για πάντα.
Κατανόησε την τύχη να την κρατάς στην αγκαλιά σου,
πλησίασε τα χείλη σας στο αυτί της και πες της με γλυκιά φωνή:
«Θα κάνω οτιδήποτε για να λειτουργήσει αυτή η σχέση».
Και μην ξεχνάς ούτε για μια στιγμή ότι αυτή η λυγερή,
από νωρίς
έχει ενώσει τα γράμματα του ονόματός σου, που σε καλεί.
Απάντα πια στην κλήση της, επειδή δεν είναι σωστό
να την κάνεις να περιμένει.
Θυμήσου ότι δεν είσαι ο μοναδικός, ούτε ο πιο όμορφος ούτε ο πλέον επιθυμητός.
Απάντα της!, γιατί μπορεί να κουραστεί
και να την δεις να φεύγει για πάντα,
ψηλή,
διαφανής,
μακριά πια απ’ την καρδιά σου.
Και ποτέ ξανά δεν θα σε ζητήσει.
Αν αυτό το κορίτσι προφέρει το όνομά σου και πάλι,
αν η φωνή της σιωπά τους θορύβους που κουβαλούν τη νύχτα,
βιάσου
και πήγαινε μαζί της πριν να είναι αργά.
El Bosco – «El jardín de las delicias» (Detalle)
ARTE POÉTICA
Has gastado los años y te han gastado,
Y todavía no has escrito el poema.
Jorge Luis Borges
No olvida la palabra al que muere en el mar
o se abandona
a la tormenta que sabe que viene,
al que camina en la tiniebla o sobre las aguas
y escribe un único poema de arena
que borra con su pie.
No olvida, pero se pudre
como el agua quieta en una artesa
(o la sonrisa del muerto)
si no fluye
si no se pronuncia
si no se escribe…
¡Ah! de la lengua herida que se resiste
a develar el nombre
de uno que merece la horca,
la cárcel,
o por lo menos el desprecio
de su hija que vive lejos
y tiene un hogar
y recoge cerezas silvestres
y lo odia (en la noche lo odia)
y siente miedo.
¿Y qué del poseído
que desde el púlpito niega la canción de amor
que aprendió durante el último verano?
¡Ah! del tiempo que enmudece
en la falda de la adolescente
y roza sus muslos
mientras ella se arregla las uñas
ajena
a su madre que la mira desde el balcón
y aguarda a que su niña le cuente
o la brisa
o aquellos opulentos senos (¿envidia?)
le digan que su niña, ya no es su niña,
que ya conoce la mano de un hombre
la fuerza
el veneno en sus labios
(en su cintura)
la simiente en su entraña,
y el deseo de no ser sino en otro
del que apenas conoce el nombre.
¿Y qué del solitario que no sabe
cómo pedirle a la dama nocturna
que detenga la guadaña de su entrepierna, o lo asesine?
No olvida la palabra, pero se olvida…
Se olvida el alfabeto de grillo
que escribe la lluvia sobre el asfalto.
El rezo del que no mueve los labios
porque no sabe ninguna oración.
El grito del niño en el útero
(su letanía) para que su mamá no llore, no maldiga,
no lo mate.
Se olvida la palabra,
se abandona en su cárcel
el signo cae, se amontona, inútil,
inútil el verso
si no sirve para decir tu nombre.
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Έχεις ξοδέψει τα χρόνια και σε ξόδεψαν
Κι ακόμα δεν έχεις γράψει το ποίημα.
Χόρχε Λουί Μπόρχες
Μην ξεχνάς τη λέξη για κείνον που πεθαίνει στη θάλασσα
ή εγκαταλείπεται
στη θύελλα που ξέρει ότι έρχεται,
για κείνον που περπατά στο σκοτάδι ή πάνω στα νερά
και γράφει ένα μοναδικό ποίημα από άμμο
που σβήνει με το πόδι του.
Δεν ξεχνά, αλλά σαπίζει
όπως το στάσιμο νερό σε μια γούρνα
(ή το χαμόγελο του νεκρού)
αν δεν ρέει
αν δεν προφέρεται
αν δεν γράφεται …
Αχ! στην πληγωμένη γλώσσα που αντιστέκεται
να αποκαλύψει το όνομα
κάποιου που αξίζει την κρεμάλα,
τη φυλακή,
ή τουλάχιστον την περιφρόνηση
της κόρης του που ζει μακριά
και έχει ένα σπίτι
και μαζεύει άγρια κεράσια
και τον μισεί (τη νύχτα τον μισεί)
και νιώθει φόβο.
Και τι γίνεται με τον δαιμονισμένο
που από τον άμβωνα αρνείται το τραγούδι της αγάπης
που έμαθε το περασμένο καλοκαίρι;
Αχ! για το χρόνο που σιωπά
στη φούστα της έφηβης
και τρίβει τους μηρούς της
ενώ φτιάχνει τα νύχια
ξένη
με τη μητέρα της που την κοιτάζει από το μπαλκόνι
και περιμένει αυτό που θα της πει το παιδί της
ή το αεράκι
ή εκείνα τα πλούσια στήθη (ζήλια;)
της λεν ότι το κορίτσι της, δεν είναι πια κορίτσι της,
ότι ήδη γνωρίζει το χέρι ενός άντρα
τη δύναμη
το δηλητήριο στα χείλη του
(στη μέση του)
το σπέρμα στα σπλάχνα του,
και τον πόθο να μην υπάρχει παρά μόνο στον άλλο
του οποίου μόλις και ξέρει το όνομα.
Και τι γίνεται με τον μοναχικό που δεν ξέρει
πώς να το ζητήσει από τη νυχτερινή κυρία
που καθηλώνει το δρεπάνι του καβάλου του ή τον σκοτώνει;
Δεν ξεχνά η λέξη, αλλά ξεχνιέται …
Ξεχνιέται το αλφάβητο του γρύλου
που γράφει η βροχή πάνω στην άσφαλτο.
Η προσευχή εκείνου που δεν κινεί τα χείλη
επειδή δεν ξέρει καμιά προσευχή.
Η κραυγή του παιδιού στη μήτρα
(η λιτανεία του), για να μην κλαίει η μητέρα του, να μην καταριέται,
να μην το σκοτώσει.
Η λέξη ξεχνιέται,
εγκαταλείπεται στη φυλακή της
το σημάδι πέφτει, συσσωρεύεται, άχρηστο,
άχρηστος ο στίχος
αν δεν χρησιμεύει για να πει το όνομά σου.
El Bosco – «El jardín de las delicias» (Detalle)
BITÁCORA DEL FIN
Entonces el océano reveló su grandeza.
Henri Michaux
Todo en este viaje, es ajeno.
Yo, Ulises, permanezco atado al mástil de mi barco pero no escucho el canto de las sirenas. No hay sirenas, no hay barco.
Nada ha sido mío.
Las mujeres que amé y que me amaron, amor espurio que se fatiga hoy en otro lecho. En el televisor de una tienda de barrio, el Titanic naufraga otra vez.
Afuera el invierno se va y los árboles estrenan nuevas hojas. Sobre la mesa de noche permanece un libro que habla de viajes. Un cielo que no conozco se agita en esas páginas gastadas. Un pájaro azul.
Sé que tuve dos hijas que en la noche de año nuevo le daban la vuelta a la manzana cargando una maleta llena de girasoles. Sé que el viento ha extraviado sus postales. Recuerdo un patio, un triciclo, la sombra de un gato amarillo que todavía duerme a los pies de mi cama. Recuerdo el arcoíris que nacía en la olla de oro de un duende.
Nada ha sido mío.
Una anciana le reza a un judío muerto. «Los comedores de patatas» de Vincent Van Gogh interrumpen su cena y la miran con desdén. ¿Quién es esa niña que durante todos estos años ha ocultado su rostro? Quisiera rezarle a algún dios, pero ya ninguno quiere tratos conmigo.
Viví en una ciudad fría de calles inclinadas que con sus diecisiete campanarios, durante siglos, ha esclavizado a sus fieles. Viví en un pueblo en donde en lugar de molinos había gigantes; allí, todos los domingos, el Crucificado bajaba de su madero y comía masato y galletas con los niños que salían de misa.
Recuerdo la sonrisa de mi mamá, sus manos que a diario recomponían una casa habitada por fantasmas. Recuerdo los lirios del campo que brotaban de sus dedos como si fueran maleza. El ruido de una guadaña cruza la tarde como un río y un cardumen de pequeños peces alados atraviesa mis ojos.
Nada ha sido mío.
Sé de un poeta centenario que fue olvidado por la Muerte y que transita por las calles de una ciudad que no lo reconoce. Sé de uno que se baña en las aguas oscuras del crimen y amanece limpio como un niño que va a su primer día de escuela. Sé que el poeta y el niño son el mismo.
Las ruinas de una fiesta se han anclado en mi ventana. Una guitarra. Unas voces ásperas que hablan de Nueva York. El humo púrpura de un tabaco huye de los labios de una mujer joven que entona una canción triste. Sé que ella tiene el nombre de un bebé tatuado en su vientre.
Yo, Ulises, permanezco atrapado en una habitación acosada por las termitas, paredes de alquiler en donde aguardo el fin del mundo.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Τότε ο ωκεανός αποκάλυψε το μεγαλείο του.
Ανρί Μισώ
Όλα σε αυτό το ταξίδι είναι ξένα.
Εγώ, ο Οδυσσέας, παραμένω δεμένος στο κατάρτι του πλοίου μου, αλλά δεν ακούω το τραγούδι των Σειρήνων. Δεν υπάρχουν Σειρήνες, δεν υπάρχει πλοίο.
Τίποτα δεν ήταν δικό μου.
Οι γυναίκες που αγάπησα και που με αγάπησαν, ψεύτικη αγάπη που κουράζεται σήμερα σε άλλο κρεβάτι. Στην τηλεόραση ενός καταστήματος της γειτονιάς, ο Τιτανικός ναυαγεί και πάλι.
Έξω ο χειμώνας φεύγει και τα δέντρα φορούν καινούργια φύλλα. Στο κομοδίνο παραμένει ένα βιβλίο που μιλά για ταξίδια. Ένας ουρανός που δεν γνωρίζω αναδεύεται σε αυτές τις φθαρμένες σελίδες. Ένα γαλάζιο πουλί
Ξέρω ότι είχα δύο κόρες που την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τριγύριζαν στο τετράγωνο κουβαλώντας μια βαλίτσα γεμάτη ηλιοτρόπια. Ξέρω ότι ο άνεμος έχει χάσει τις ταχυδρομικές θυρίδες του. Θυμάμαι ένα αίθριο, ένα τρίκυκλο, τη σκιά ενός κίτρινου γάτου που κοιμάται ακόμα στα πόδια του κρεβατιού μου. Θυμάμαι το ουράνιο τόξο που γεννήθηκε στο χρυσό τσουκάλι ενός ξωτικού.
Τίποτα δεν ήταν δικό μου.
Μια γριά προσεύχεται σε έναν νεκρό Εβραίο. Οι «Πατατοφάγοι» του Βίνσεντ Φαν Γκογκ διακόπτουν το δείπνο τους και την κοιτάζουν με περιφρόνηση. Ποιο είναι αυτό το κορίτσι που έχει κρυμμένο το πρόσωπό του όλα αυτά τα χρόνια; Θα ήθελα να προσευχηθώ σε κάποιον θεό, αλλά κανείς πια δεν θέλει δοσοληψίες μαζί μου.
Έζησα σε μια κρύα πόλη με απότομους δρόμους που με τα δεκαεπτά καμπαναριά της, για αιώνες, έχει υποδουλώσει τους πιστούς της. Έζησα σε ένα χωριό όπου αντί για μύλους υπήρχαν γίγαντες. Εκεί, κάθε Κυριακή, ο Εσταυρωμένος κατέβαινε από το ξύλο του και έτρωγε μασάτο και μπισκότα με τα παιδιά που έφυγαν από τη λειτουργία.
Θυμάμαι το χαμόγελο της μητέρας μου, τα χέρια της που καθημερινά ανασυνέθεταν ένα σπίτι κατοικημένο από φαντάσματα. Θυμάμαι τα κρίνα της πεδιάδας που ξεφύτρωναν από τα δάχτυλά της σαν να ήταν ζιζάνια. Ο θόρυβος ενός δρεπανιού διασχίζει το απόγευμα σαν ποτάμι και ένα κοπάδι μικρών φτερωτών ψαριών διαπερνά τα μάτια μου.
Τίποτα δεν ήταν δικό μου.
Γνωρίζω έναν εκατονταετή ποιητή που ξεχάστηκε από τον Θάνατο και ταξιδεύει στους δρόμους μιας πόλης που δεν τον αναγνωρίζει. Ξέρω για κάποιον που λούζεται στα σκοτεινά νερά του εγκλήματος και αναδύεται καθαρός σαν παιδί που πηγαίνει στην πρώτη του μέρα στο σχολείο. Ξέρω ότι ο ποιητής και το παιδί είναι το ίδιο.
Τα απομεινάρια μιας γιορτής έχουν αγκυροβολήσει στο παράθυρό μου. Μια κιθάρα. Σκληρές φωνές που μιλάνε για τη Νέα Υόρκη. Ο πορφυρός καπνός ενός ταμπάκου φεύγει από τα χείλη μιας νεαρής γυναίκας που τραγουδά ένα θλιμμένο τραγούδι. Ξέρω ότι έχει τατουάζ το όνομα ενός μωρού στην κοιλιά της.
Εγώ, ο Οδυσσέας, παραμένω παγιδευμένος σε ένα δωμάτιο βασανισμένο απ’ τους τερμίτες, μισθωμένοι τοίχοι όπου περιμένω το τέλος του κόσμου.
El Bosco – «El jardín de las delicias» (Detalle)
CARLOS CASTILLO QUINTERO
(Miraflores, Boyacá, Colombia, 1966)
Ha publicado las novelas Peces de nieve (2018), Gente rara en el balcón (2016) y Alicia Cocaine (2016); los libros de cuento Dalila Dreaming (2015), Espiral al Sur (2013), Carroñera (2007), y Los inmortales (2000), además de cinco poemarios. Ha sido incluido en antologías y revistas literarias de Colombia, Venezuela, Argentina, México, Puerto Rico, Estados Unidos, Francia y España. Cuentos, poemas, y textos suyos sobre escritura creativa han sido traducidos al inglés, al francés, al italiano, y al portugués. Ha ganado varios premios entre los que se destacan: Premio de Novela CEAB, 2015. Premio Bienal de Novela Corta Universidad Javeriana, 2012. Premio Nacional de Cuento convocado por el Ministerio de Cultura de Colombia y dirigido a directores de RENATA, años 2011 y 2012. Premio Nacional de Cuento Universidad Central, 2012. Premio Libro de Cuentos, CEAB 2012. Premio Libro de Poemas, CEAB 2007. Premio Nacional de Poesía Universidad Metropolitana de Barranquilla, 2002.
Por más de tres lustros ha sido director de Talleres de Creación Literaria, y profesor de Escritura Creativa en programas de pregrado y maestría. Actualmente es el director de Burdelianas Poetry (Revista y Sello Editorial).
ΚΑΡΛΟΣ ΚΑΣΤΙΓΙΟ ΚΙΝΤΕΡΟ (Μιραφλόρες, Μπογιακά, Κολομβία, 1966)
Έχει δημοσιεύσει τα μυθιστορήματα Χιονόψαρα (2018), Σπάνιοι άνθρωποι στο μπαλκόνι (2016) και Alicia Cocaine (2016), τα παραμύθια Η Δαλιδά ονειρεύεται (2015), Σπείρα στο Νότο (2013), Πτωματοφάγος (2007) και Οι αθάνατοι (2000). Επίσης πέντε ποιητικές συλλογές. Έχει συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά από την Κολομβία, τη Βενεζουέλα, την Αργεντινή, το Μεξικό, το Πουέρτο Ρίκο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία και την Ισπανία. Ιστορίες, ποιήματα και κείμενά του σχετικά με τη δημιουργική γραφή έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και πορτογαλικά. Έχει κερδίσει πολλά βραβεία μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα εξής: Βραβείο Μυθιστορήματος CEAB, 2015, Διετές Βραβείο Σύντομου Μυθιστορήματος Πανεπιστήμιο Χαβεριάνα, 2012. Εθνικό Βραβείο Παραμυθιού από το Κολομβιανό Υπουργείο Πολιτισμού και απευθύνεται σε διευθυντές της RENATA, έτη 2011 και 2012 Εθνικό Βραβείο Παραμυθιού, Κεντρικό Πανεπιστήμιο, 2012. Βραβείο Βιβλίου Παραμυθιών, CEAB 2012. Βραβείο Βιβλίου Ποιημάτων, CEAB 2007. Εθνικό Βραβείο Ποίησης Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο Βαρανκίγια, 2002.
Για περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια είναι διευθυντής εργαστηρίων λογοτεχνικής δημιουργίας και καθηγητής δημιουργικής γραφής σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα. Σήμερα είναι διευθυντής της Burdelianas Poetry (Περιοδικό και εκδοτική σφραγίδα).
4,187 total views, 2 views today